Dogville (2003)
Το σκυλοχωριό δεν ήταν πάντα έτσι…
Λιγότερο πολιτικό από το Manderlay, το Dogville, πρώτο μέρος της τριλογίας του Λαρς φον Τρίερ (πολύ βαρύγδουπο όνομα, ας τον λέμε καλύτερα Τριερ) για την Αμερική, είναι πρωτίστως ένα κοινωνικό-φιλοσοφικό πόνημα και δευτερευόντως μια σκηνοθετική άσκηση ύφους και πρωτοτυπίας. Τα σκηνικά λάμπουν δια της απουσίας τους και όλη η ιστορία κινηματογραφείται σαν να ήταν θεατρική παράσταση βιντεοσκοπημένη. Ξεπερνώντας το αρχικό μούδιασμα, σιγά σιγά το βάρος πέφτει εξ ολοκλήρου στην ιστορία και τις εκπληκτικές ερμηνείες και βρίσκεσαι βυθισμένος σε ένα σύμπαν όπου κινούνται μόνο ανθρώπινες φιγούρες. Με αυτό το δεδομένο, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η σκηνοθετική τεχνική του Τρίερ είναι απαράμιλλη. Αν θυμηθούμε και το Dogma ’95 (άλλη βαρύγδουπη λέξη), θα συμπεράνουμε ότι αυτή η τεχνική διαρκώς ανανεώνεται, εξελίσσεται και πραματικά ο Τρίερ προβάλλει αυτή τη στιγμή ως ένας από τους μεγαλύτερους καινοτόμους της εποχής μας.
Τα εύσημα όμως δε σταματούν εδώ… Η ιστορία είναι πολύ δυνατή. Σε ένα απομονωμένο χωριό που ζει σε σχετική ευημερία, αν και σε δύσκολες εποχές, φτάνει μια εξαφανισμένη ξένη, για την εύρεση της οποίας δίνεται μεγάλη αμοιβή. Η ισορροπία του χωριού σταματάει κάπου εκεί. Η έννοια του συμφέροντος μπαίνει για τα καλά στη ζωή του κι οι κάτοικοι προσπαθούν να ικανοποιήσουν κάθε κρυμμένη, ή και καταπιεσμένη επιθυμία τους, μέσω αυτής. Σε μια κοινωνία, όπου η διαφορά δε βρίσκεται στο εισόδημα και όλοι προσφέρουν σε αυτήν, τα κίνητρα είναι διαφορετικά και ο Τρίερ μελετά τις ανθρώπινες συμπεριφορές εξετάζοντας τις διαφορετικές προσωπικές επιθυμίες του κάθε κατοίκου που προβάλλει ως ένας χαρακτήρας-σύμβολο. Αν και η αποδόμηση δεν είναι και ό,τι καλύτερο, ο Τρίερ ξεφεύγει από την παγίδα και αναλύει ένα ενιαίο σύνολο. Η ηρωίδα, σαν άλλος Ιησούς, υπομένει τη δυσβάσταχτη κατάσταση και δείχνει συμπόνοια για τον κάθε εκμεταλλευτή της. Όταν συνειδητοποιεί τη σαπίλα της κατάστασης, αλλά και την καλά κρυμμένη αλαζονεία της ίδιας με τη βοήθεια του πατέρα της (εντελώς συμβολικός χαρακτήρας, στα όρια του Θεού) έρχεται η έκρηξη…
Θα μπορούσε να είναι ένα δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, ένας στοχασμός για την μεταβολή του πολιτισμού και της ηθικής στην κοινωνία, ή ακόμα ακόμα και μια θρησκευτική αλληγορία στα όρια του μωσαϊκού νόμου… Βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματά… Η αλήθεια είναι όμως, ότι πολύ σπάνια πλέον στο σινεμά βλέπεις ταινίες που «καίγεσαι» μετά να τις συζητήσεις. Ο Τρίερ έχει μοναδική ικανότητα σε αυτό το σημείο, τα σενάριά του είναι πρωτότυπα, καλογραμμένα και πολύ δυνατά.
Τα εύσημα όμως σταματούν κάπου εδώ… Η αδυναμία του σκηνοθέτη να προτείνει λύσεις (καλά κρυμμένη κάτω από την προσωπική του επιθυμία να θέτει ερωτήσεις) είναι σχεδόν εκνευριστική. Πολύ θα θέλαμε τον Τρίερ να προτείνει, κι ας διαφωνήσουμε σφόδρα με το –σχεδόν- ηθικοπλαστικό του σύμπαν, που σωστά εξυμνεί το προσωπικό του ήθος, κριτικάρει ανελέητα την κοινωνική ηθική και τελεία.
Και μετά έρχονται οι εικόνες του τέλους. Κι αρχίζεις πάλι να αμφιβάλλεις για αυτόν τον τύπο, να σκέφτεσαι σχεδόν να διαολοστέλνεις…
Υ.Γ. Ένας «κάτοικος» ξεφεύγει της έκρηξης. Βρε μπας και βρίσκεταί εκεί η πρόταση; Άντε πάλι τα ίδια…
Σ.Ζ.
Manderlay (2005)
«Το σύστημα διδασκαλίας είναι η διδασκαλία του συστήματος»
Εβδομήντα χρόνια μετά από την κατάργηση ένας σκλαβιάς των νέγρων ένας Η.Π.Α., σε ένα μέρος που λέγεται Manderlay, εξακολουθούν οι μαύροι να είναι σκλάβοι των λευκών. Σ’αυτό το μέρος καταφτάνει τυχαία η Γκρέις (ηρωίδα ένας προηγούμενης ταινίας) με τη συνοδεία ένας μαφιόζικης οικογένειάς ένας, την ώρα που η αφέντρα των σκλάβων πεθαίνει κι αυτοί πελαγώνουν, καθώς δεν ξέρουν πώς θα ζήσουν χωρίς την Κυρία.
Η Γκρέις σοκάρεται όταν βλέπει πως αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα τι θα πει ελευθερία, πόσο μάλλον ότι η σκλαβιά έχει καταργηθεί, και ορίζει τον εαυτό ένας σωτήρα ένας και βάζει στόχο να ένας μάθει να ζουν ελεύθεροι και να αποφασίζουν δημοκρατικά. Στην πορεία, βέβαια, φαίνεται ότι ούτε η Γκρέις έχει σαφή ιδέα για το τι πάει να πει ελευθερία, δημοκρατία και τι σκλαβιά. Έχει ένας μια υπερβολική και σχεδόν αόριστη ηθική αντίληψη για τον κόσμο που την ακολουθά τυφλά, μέχρις ώτου συγκρουστεί.
Ο Τρίερ, αυτή τη φορά, εμπνευσμένος από μια παρόμοια πραγματική ιστορία, αφενός κάνει ένα πικρό σχόλιο στη βρώμικη ιστορία των Η.Π.Α. που έχει κυριολεκτικά γραφτεί με το αίμα των αφρικανών σκλάβων που ξαφνικά, και πάλι για οικονομικούς λόγους (Εμφύλιος Πόλεμος) μια μέρα ένας δόθηκε η «ελευθερία» ένας. Αφετέρου, κι εκεί είναι που πρέπει να δώσουμε βαρύτητα, ο Τρίερ ανησυχεί και προβληματίζεται, και μαζί του κι ο θεατής, γύρω από την έννοια ένας ελευθερίας: κατά πόσο αυτή είναι αντικειμενική, ίδια για όλους και για ένας ένας κοινωνίες και κατά πόσο μπορεί κάποιος να την αντιληφθεί, όταν έχει ζήσει ως δούλος από τη στιγμή που γεννήθηκε;
Μιλάμε καταρχάς για πραγματική ελευθερία ή μια άλλη μορφή σκλαβιάς; Οι μαύροι ένας Αμερικής που δεν είναι πλέον σκλάβοι (με την έννοια του 17ου αιώνα), είναι ή δεν είναι βάναυσα εκμεταλλευόμενοι και καταπιεζόμενοι; Μήπως υπάρχει μια εξέλιξη ένας έννοιας ένας σκλαβιάς που με την εξέλιξη ένας κοινωνίας έφτασε να λέγεται ελευθερία; Τι διαφορές υπάρχουν μεταξύ των σκλάβων που βρίσκει η Γκρέις και των ελεύθερων ανθρώπων που έχει στο μυαλό ένας; Δουλεύουν περισσότερο οι σκλάβοι; Όχι. Κοιμούνται λιγότερο; Όχι. Τρώνε λιγότερο; Όχι. Έχουν ένας μια βασικότατη και μεγάλη, αν όχι τεράστια, διαφορά. Διαφορετική κοινωνική συμπεριφορά.
Μα φυσικά η κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα γύρω του, καθορίζονται κατά τη διάρκεια ένας ζωής του, ανάλογα με την κοινωνία στην οποία μεγαλώνει και παίρνει ερεθίσματα. Σε μια κοινωνία, λοιπόν, που η ανθρώπινη σκέψη έχει διαμορφωθεί γύρω από την εξάρτηση του σκλάβου από τον αφέντη, χρειάζονται πολλά παραπάνω από μια προπαγάνδα ένας ιδέας ένας ελευθερίας ή από μια δια ροπάλου επιβολή ένας, για να αλλάξει κάτι. Κι ίσως θα είχε αλλάξει, αν ήταν πραγματική και επιτακτική ανάγκη των ανθρώπων.
Αρκετά όμως είπαμε. Ο καθένας ένας βγάλει τα συμπεράσματά του από την ταινία.
Υ.Γ. Μη βιαστείτε να χαρακτηρίσετε την ταινία ρατσιστική. Αλλά αναρωτηθείτε πώς θα αντιδρούσε ένας Μαύρος Πάνθηρας βλέποντας την ταινία…
Τοσο το Manderlay, όσο και το Dogville, είναι ταινίες που δεν μπορείς να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις, τουλάχιστον ως προς το σενάριο, με το δημιουργό τους. Κι αυτό γιατί, εκτός του ότι αναφέρονται σε μάλλον υπαρκτά μέρη στην ιστορία της Αμερικής, δεν κάνει κριτική, δεν παίρνει θέση, αλλά ούτε και δίνει κάποια πρόταση. Ίσως αυτά τα κάνει στο τρίτο μέρος της τριλογίας του, που θα’χει τίτλο Washington. Αυτό που κάνει ο Τρίερ σ’αυτές τις δύο ταινίες, είναι να κατασκευάσει και να παρουσιάσει την πραγματικότητα που θέλει να (ανα)δείξει στο θεατή, με τέτοιο τρόπο ώστε να του θέσει ερωτήματα, να τον αναγκάσει να κάνει κριτική, αλλά και να πάρει θέση. Ξέρει ποιες είναι οι κυρίαρχες και επικρατούσες αντιλήψεις για τα θέματα που διαχειρίζεται, όπως εκμετάλλευση, εργασία, δουλία, ελευθερία, ρατσισμός, και καταφέρνει να τις θέσει ύπο αμφισβήτηση στο μυαλό του θεατή, χωρίς καν ο ίδιος να τις αμφισβητεί. Κατά κάποιο τρόπο, καλεί το θεατή σε συζήτηση, του ζητά να μελετήσει την πραγματικότητα, αφού αυτός την έχει πρώτα αναλύσει, και τελικά καταφέρνει, αν μη τι άλλο, να ενεργοποιήσει την κριτική μας σκέψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου