Κιμ Κι Ντουκ : 3-iron
Κατά μία έννοια μια κινηματογραφική ταινία μπορεί να οριστεί ως μια αλληλουχία φωτογραφιών. Εκατομμύρια στιγμιότυπα στη σειρά, το κάθε ένα με τη δική του δυναμική. Η φιλοσοφία της φωτογραφίας, όμως, είναι διαφορετική. Δεν λαμβάνει υπόψη τη χρονική εξέλιξη μιας κατάστασης στο χρόνο. Αυτή είναι δουλειά του κινηματογράφου. Ο ήχος, η μουσική, η ομιλία, οι διάλογοι είναι χαρακτηριστικά εξέλιξης στο χρόνο, και μια φωτογραφία δε μπορεί να τα αναπαραστήσει. Αυτό δε σημαίνει όμως, ότι ο κινηματογράφος, προκειμένου να φανεί η ουσιώδης διαφορά του με τη φωτογραφία, πρέπει να υπακούει σε ένα μοντέλο επένδυσης της ομιλίας με εικόνες. Δυστυχώς, αυτό είναι το μοντέλο που έχει καθιερωθεί -κυρίως από τον Αμερικάνικο κινηματογράφο- κι έχει βάλει σε δεύτερη μοίρα τη δύναμη της εικόνας, δημιουργώντας παράλληλα και επιτυχημένα μια νοοτροπία στην πλειοψηφία των θεατών, σύμφωνα με την οποία «5 λεπτά χωρίς να ακουστεί λέξη σημαίνει βαρετή ταινία». Εξάλλου, πόσος κόσμος θα κάτσει να κοιτάξει μια φωτογραφία για πάνω από 5 λεπτά; Ευτυχώς υπάρχουν σκηνοθέτες όπως ο Κιμ Κι Ντουκ από την Κορέα που ξέρουν πολύ καλά ότι ο κινηματογράφος είναι τέχνη της εικόνας (σχεδόν ή εντελώς αποκλειστικά) κι ότι δε χρειάζονται φωνές, κλάματα, διαφωνίες και εύστοχοι ή άστοχοι διάλογοι για να σε καθηλώσουν.
Χρησιμοποιεί, λοιπόν, μια ιστορία, με ένα ρομαντικό διαρρήκτη που σκοτώνει τις ώρες του σε ξένα σπίτια χωρίς κάποιο εμφανή λόγο –πέρα απ’το ότι όταν βρει άπλυτα τα πλένει- και μια καταπιεσμένη γυναίκα που θα «απελευθερωθεί» χάρη στον απρόσμενο επισκέπτη, με σκοπό να εξυμνήσει τη δύναμη (ή πιο σωστά τη δυναμική ενέργεια) της σιωπής. Της σιωπής στη ζωή μας και της σιωπής μεταξύ μας.
(Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας από τους πρωταγωνιστές στην ιστορία είναι το γκόλφ, εξ ού κι ο ξένος τίτλος της ταινίας (3-Iron είναι μπαστούνι του γκολφ). Προκειμένου, όμως, ο τίτλος να γίνει λίγο πιο ποιητικός –και καλά- εδώ στην Ελλάδα, το μπαστούνι έγινε «Ολομόναχοι Μαζί». Τραγικό.)
Χ.Θ.
Σίνια Τσουκαμότο : TETSUO
Στο μικρό αφιέρωμα που κάνουμε στον σύγχρονο ασιατικό κινηματογράφο, πιστεύω πως αξίζει να συμπεριληφθεί και αυτή η ταινία. Μια ταινία αλλόκοτη, μη συμβατική, μια cult ταινία φαντασίας.
Υπάρχει άφθονο αίμα, βία διαστροφή, αποτροπιασμός για όλα τα γούστα. Η ιστορία έχει να κάνει με τη μεταμόρφωση ενός άντρα σε μεταλλικό τέρας. Ένα τέρας που έχει τα πάντα. Βίδες, σωλήνες, φρικιαστικά εξογκώματα, μεταλλικές λεπίδες για νύχια, ένα τρυπάνι σε λειτουργία, και μια οθόνη από την οποία βλέπει- και τον βλέπει ο εαυτός του. Οι δρόμοι, το μετρό και οι γειτονιές του σύγχρονου Tόκιο μπερδεύονται με φουτουριστικά σκηνικά δημιουργώντας το σκηνικό της δράσης. Η χρήση του ασπρόμαυρου φιλμ, η γρήγορη σκηνοθεσία και το γρήγορο μοντάζ μαζί με τη μουσική που κυριαρχεί σε κάθε σκηνή συνθέτουν ένα εφιαλτικό "βιντεοκλίπ". Ένα βιντεοκλίπ στο οποίο πρωταγωνιστούν τέρατα που παραπέμπουν σε παλιές ταινίες τρόμου παρέα με τέρατα-φρικιά μιας μελλοντικής εποχής... Η ταινία σίγουρα ικανοποιεί τους φαν του είδους αλλά θα την πρότεινα και στους μη φαν ως μια πρωτότυπη, καλογυρισμένη ταινία η οποία περιέχει πολλές και διάφορες αναφορές σε κινηματογραφικά και λογοτεχνικά έργα.
Σ.Φ.
Γουόνγκ Καρ Βάι : Ερωτική επιθυμία
Η ταινία “In the mood for love” μπορεί να θεωρηθεί ταινία για τη σεξουαλική επιθυμία ή εναλλακτικά, ταινία για τους ηθικούς περιορισμούς.
Η σχέση που αναπτύσσουν οι δύο πρωταγωνιστές είναι ένα μυστήριο. Είναι μια πλατωνική σχέση βασισμένη στην αμοιβαία παρηγοριά και θλίψη που προκύπτει από την προδοσία των συζύγων τους; Είναι αγάπη; Είναι επιθυμία;
Με αρκετά αργούς ρυθμούς μας δίνεται μια πανέμορφη, μελαγχολική ιστορία αγάπης, χωρίς ίχνος σεξουαλικής σκηνής που να εκβιάζει συναισθήματα. Το απόλυτο πάθος χωρίς ούτε ένα φιλί. Κάθε πλάνο της ταινίας είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, η μοναδική φωτογραφία και η μουσική της ταινίας δένουν αρμονικά και δίνουν ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό της ταινίας είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε συγκεκριμένο σενάριο, ούτε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων παρά μόνο στο τέλος.
Ο Γουονγκ Καρ Βαι είναι αναμφισβήτητα ένας βιρτουόζος σκηνοθέτης, που παίζει με τον θεατή. Κόβει τις σκηνές λίγο νωρίτερα ώστε να τον αφήσει σε μια αβεβαιότητα. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγει τις μελοδραματικές σκηνές και οι σκηνές της ταινίας είναι από μόνες τους δυνατές. Παίζει με τα χρώματα, το κόκκινο, το κίτρινο και το πορτοκαλί. Ο ασιάτης σκηνοθέτης μας δίνει μια ταινία, μια ιστορία αγάπης που κάθε βλέμμα, κάθε κίνηση του χεριού και κάθε στροβίλισμα του καπνού από το τσιγάρο έχουν τη σημασία τους.
Κιγιόσι Κουροσάβα : CHARISMA
…ή αλλιώς : «Αποκαταστήστε τους Κανόνες του Κόσμου».
Οποιοσδήποτε κανόνας ή νόμος, αν είναι κοινωνικός, οικονομικός, πολιτικός, θρησκευτικός ή νοητός, έχει σκοπό να διατηρήσει και να διαφυλάξει μια αντίστοιχη κατεστημένη λογική. Και συνδέεται άμεσα με το πώς αντιλαμβανόμαστε το «καλό» ή το «κακό», πάντα σε εισαγωγικά, καθώς είναι έννοιες εντελώς ακαθόριστες, ρευστές, υποκειμενικές και προσαρμόζονται σχετικά στην εκάστοτε κοινωνία, θρησκεία ή οικονομικοπολιτικό σύστημα. Υπάρχουν όμως και οι φυσικοί κανόνες –νόμοι της Φύσης- που δεν έχουν αλληλεπίδραση με κανέναν από τους παραπάνω παράγοντες, κι έτσι μπορεί ίσως να οριστεί μια αντικειμενική υπόσταση του «καλού»: οι φυσικές διαδικασίες ή διεργασίες (εννοώντας αυτές που υπακούν στους νόμους της Φύσης).
Όταν όμως η Φύση γεννά κάτι άσχημο (υποκειμενικά!) και μη αποδεκτό (πάντα υποκειμενικά), όπως ένα δέντρο στη μέση του δάσους που μολύνει σταδιακά και σκοτώνει ό,τι δέντρο ή φυτό υπάρχει γύρω του, αυτό είναι «καλό» ή «κακό»; Χάρισμα ή κατάρα; Οικολόγος θα είναι αυτός που θα το προστατέψει ως δημιουργία της Φύσης ή αυτός που θα το καταστρέψει για να σώσει το υπόλοιπο δάσος;
Η ιστορία αυτή γίνεται το μέσο για να σχολιάσει και να ανατρέψει o Kiyoshi Kurosawa την κατεστημένη αντίληψη περί «καλού» και «κακού». Και επιπλέον, περνώντας από την κοινωνία στη Φύση και ξανά πίσω στην κοινωνία, καταφέρνει να κάνει τη γενίκευση και να δώσει στο θεατή τα αναγκαία και ικανά ερεθίσματα για προβληματισμό.
Διότι, αν δούμε και την άλλη πλευρά του ορισμού της φυσικής διεργασίας, ίσως μπορεί να δοθεί και ένας ορισμός για το αντικειμενικό «κακό» : οι μη φυσικές διεργασίες ή διαδικασίες. Κι όταν αυτές επιβάλλουν νόμους και κανόνες, κι εμείς το θεωρούμε κάτι το φυσικό, οφείλουμε να περιμένουμε και την αντίστοιχη φυσική αντίδραση… Την υπερασπιζόμαστε όμως όταν έρχεται ή την καταδικάζουμε ως μη φυσική και άρα παράνομη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου