Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007
ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΡΟΒΟΛΗ : ΤΕΤΑΡΤΗ 28/2
(η καινούρια ταινία του Guilelmo Del Toro που κέρδισε το Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας)
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006
Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006
Οι μέρες αφθονίας σας είναι μετρημένες
Hans Weingartner : «Οι μέρες της αφθονίας σας είναι μετρημένες»
(Το κείμενο εκφράζει προσωπικές απόψεις μέλους της ομάδας)
Άραγε πόσοι εκεί έξω να σκέφτονται μια επανάσταση;
Αυτή τη στιγμή λίγοι. Είναι η ώρα που παίζονται τα σίριαλ…
Σήμερα, μια ματιά γύρω μας, είναι αρκετή για να καταλάβουμε το νόημα της παραπάνω φράσης. Δεν είναι ούτε στο ελάχιστο υπερβολικό να λέμε ότι η τηλεόραση διαμορφώνει συνειδήσεις, εξημερώνει, αποχαυνώνει. Ουσιαστικά μας δείχνει πώς να ζούμε, μας διδάσκει το σωστό και το λάθος, πάντα μέσα στα πλαίσια της μικροαστικής ηθικής. Αποτελεί το καλύτερο όργανο του συστήματος. Υποκουλτούρα, παρακμή, και επιλεκτική ενημέρωση περιλαμβάνονται στο μενού του μαγικού κουτιού σε καθημερινή βάση.
Παρόλα αυτά οι Ευρωπαίοι βλέπουν 4 ώρες την ημέρα τηλεόραση στερώντας έτσι από τον εαυτό τους την ευκαιρία να σκεφτούν, να προβληματιστούν για τη μιζέρια της καθημερινότητάς τους, να αντιδράσουν και να αγωνιστούν για να βελτιώσουν τη ζωή τους.
Οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν απλά ευτυχισμένοι που έχουν την ελευθερία να κάνουν ότι θέλουν, παραβλέποντας βέβαια το γεγονός ότι η μόνη ελευθερία που υπάρχει σήμερα είναι η ελευθερία της αγοράς. Ας μην ξεχνάμε ότι ο καθένας από μας είναι τόσο ελεύθερος όσο του επιτρέπεται από τους συνταγματικούς νόμους, από τον ελεύθερο(;) χρόνο του κι από το εισόδημά του. Στον καπιταλισμό, όσο περισσότερο ελεύθερος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καταπιεσμένος είναι κάποιος άλλος, ακριβώς ότι ισχύει και για τον πλούτο δηλαδή.
Ακόμα όμως και κάποιοι από αυτούς που δείχνουν ότι θέλουν μια επανάσταση και μοιάζουν να το πιστεύουν, πόσο φτιαχτοί και πόσο μέρη του συστήματος είναι. Διότι το σύστημα φρόντισε και γι αυτό. Να γίνει δηλαδή κι η επανάσταση “trendy”, σήμα κατατεθέν της εφηβικής ηλικίας και της ονειροπόλησης που τη χαρακτηρίζει. Σήμερα είναι της μόδας, ειδικά στους φοιτητές, να είσαι επαναστάτης, με μακριά μαλλιά και μούσια, φορώντας το μπλουζάκι του Τσε, μιμητής μιας περασμένης εποχής, στην οποία όλα αυτά είχαν νόημα γιατί ήταν όντως ανατρεπτικά. Σήμερα τα υιοθέτησε το ίδιο το σύστημα και μοιάζουν πια ειρωνικά σύμβολα μιας συμβιβασμένης σε όλα γενιάς.
Καθημερινά πρέπει να παλεύουμε έτσι ώστε να μη συμβιβαζόμαστε μ αυτό που ζούμε. Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να αντισταθεί κάποιος στο ρεύμα της εποχής και να μην ξεγελαστεί με τα καθημερινά μικρολάφυρα του καπιταλισμού. Δεν είναι σίγουρο αν η λύση είναι τελικά μια επανάσταση έτσι όπως αυτή έχει οριστεί. Διότι οι επιθέσεις του συστήματος είναι καθημερινές και βίαιες. Τολμούν κάθε τόσο να αμφισβητούν τα κεκτημένα του λαού και άρα η μάχη είναι αδιάκοπη. Μέρα με την ημέρα πρέπει να δίνονται και δίνονται αγώνες. Μέρα με την ημέρα αλλάζει ο κόσμος. Θα οδηγηθεί στην εξαθλίωση αν αφεθεί στα χέρια των καταπιεστών του λαού. Θα εξελιχθεί σε καλύτερο μόνο αν εμείς τον κάνουμε καλύτερο.
Η ταινία
Ο Hans Weingartner τολμάει να θίξει θέματα που προβληματίζουν άτομα σαν τους ήρωες τις ταινίας και φέρνουν σε αμηχανία τους βολεμένους του σήμερα. Με διάθεση ανατρεπτική, το επιθετικό “The Edukators” επιχειρεί να προβληματίσει, από τον τίτλο ακόμα (Οι Μέρες Της Αφθονίας Σας Είναι Μετρημένες), σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ο Jan και ο Peter είναι δυο νεαροί φίλοι που ζουν στο Βερολίνο. Ο Jan είναι ένας ιδεολόγος και τον διακρίνει η μαχητική του διάθεση να αλλάξει τον κόσμο. Θέλει να κάνει μια επανάσταση αλλά δεν ξέρει από πού να ξεκινήσει. Ο συνομήλικός του, Peter, ασπάζεται τις ιδέες του φίλου του όντας παράλληλα περισσότερο cool . Δεν ανέχονται την εκμετάλλευση και την αδικία που διαπράττεται εις βάρος των πολλών, ώστε να θησαυρίζουν οι λίγοι. Γεμάτοι επαναστατικές ιδέες, προσπαθούν να δείξουν την αντίθεσή τους στην κυριαρχία της πλουτοκρατίας. Οι δυο τους έχουν σκαρφιστεί ένα πρωτότυπο τρόπο για να αντιταχθούν στην καπιταλιστική κοινωνία της σύγχρονης Γερμανίας επιδιώκοντας να αναστατώνουν πλούσιους προειδοποιώντας τους: «Οι μέρες της αφθονίας είναι μετρημένες». Η πρακτική τους κατατάσσεται στον ακτιβισμό και στερείται ωριμότητας και αποτελεσματικότητας. Ποντάρουν στο να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου κι έτσι να βρουν μιμητές για μικρές επαναστάσεις τέτοιου τύπου.
Η φίλη του Peter, Jule, δουλεύει σε bar – restaurant και είναι αναγκασμένη να ανέχεται τις ιδιοτροπίες του αφεντικού αλλά και του κάθε πελάτη, εξαιτίας ενός δυσβάσταχτου χρέους που έχει σε έναν τυπικό εκπρόσωπο της αστική τάξης. Η Jule αγνοεί τις δραστηριότητές των φίλων της , όταν όμως τις ανακαλύψει, θα θελήσει να συμμετάσχει.
Οι τρεις ήρωες θα συναντήσουν τον καταπιεστή της Jule και έτσι αναπάντεχα θα βρεθούν οι τέσσερίς τους να συζητούν για το Μάη του 68’ και για το συμβιβασμό εκείνης της γενιάς. Αυτή η σκηνή αποτελεί την κορυφαία του έργου. Είναι μια συζήτηση που όλοι θέλουμε να κάνουμε με τη γενιά του Πολυτεχνείου. Τη γενιά που αμφισβήτησε, τόλμησε, αγωνίστηκε αλλά αργότερα, σιγά σιγά συμβιβάστηκε, ξέχασε, άλλαξε. Επίσης, Ο Weingartner σ αυτήν τη σκηνή, προσπαθεί να φέρει 'ενώπιως ενωπίω' δύο εκ διαμέτρου αντίθετους κόσμους, αυτούς της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης που εκπροσωπεί ο ευκατάστατος μεσήλικας και της προβληματιζόμενης ευρωπαϊκής νεολαίας που εκπροσωπούν οι 'Εκπαιδευτές'. Μέσα από αυτή την ιδιότυπη αναμέτρηση εκφράζεται στην ουσία ο φόβος για το μέλλον αυτής της γενιάς και η ματαιοδοξία της προηγούμενης.
Το Ευρωπαϊκό σινεμά έχει αποδείξει πως μπορεί και θέλει να καταπιάνεται με θέματα που αφορούν τις κοινωνικές τάσεις, αλλά και πως έχει τη διάθεση να διερευνήσει τις ιδέες και τα ιδανικά της νέας γενιάς, πέρα από τα στενά όρια της σεξουαλικότητάς της. Το “Edukators” καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα επενδύοντας στον έξυπνο διάλογο και όχι τόσο στην πλοκή. Ο σκηνοθέτης τελικά αποφεύγει να εμβαθύνει, μάλλον γιατί όπως φαίνεται ούτε κι ίδιος έχει καταλήξει σε σαφή άποψη για το πώς θα ανατραπεί το παράλογο του σήμερα.
Δηλώσεις του σκηνοθέτη Hans Weingartner
Πολλοί νέοι επιθυμούν μια ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή, ωστόσο υπάρχει έλλειψη νέων πολιτικών προτάσεων. Ζούμε σε μια κοινωνία τόσο ατομιστική που η ιδέα της συλλογικής δράσης είναι αδιανόητη. Η ταινία The Edukators αφηγείται την ιστορία της αντίστασης -μια ιστορία ποιητικής αντίστασης. Υπάρχουν πολλές θεματικές συνιστώσες στην ταινία, όμως αυτή που κυριαρχεί είναι η θεματική της επανάστασης, της εξέγερσης. Για την γενιά μου το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε πως να μεταφράσουμε την επιθυμία μας για επανάσταση σε δράση: δεν γνωρίζουμε πως να αγωνιστούμε ενάντια στο σύστημα. Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία όπου η επανάσταση έχει πωλητήριο.
(...) Στα είκοσί μου, ήμουν σαν τους ήρωες της ταινίας. Ένας θυμωμένος νεαρός, που ήθελε να ουρλιάξει «Επανάσταση!», «Αλλάξτε τον κόσμο!». Δεν παλεύαμε ως θύματα αδικίας, ή για κάποια αλλαγή θεσμού: νιώθαμε ότι όλο το σύστημα ήταν λάθος. Ήταν κακό για τους εκμεταλλευόμενους και κακό για τους εκμεταλλευτές. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν άδικο, αλλά ήταν αποξενωμένο από όλους. Όλοι οι φίλοι μου ένιωθαν το ίδιο αλλά κανείς δε βρήκε κάποια πολιτική ομάδα που να του ταίριαζε ώστε να ενταχθεί. Δε θέλαμε να στρατευτούμε πολιτικά.
(...) Πάντα ενδιαφερόμουν για τον κοινωνικά συνειδητοποιημένο κινηματογράφο. Θαυμάζω τον Μάικλ Μουρ, τον Μάικ Λι και τον Κώστα Γαβρά. Το The Edukators είναι μια ταινία που σκοπό έχει την πολιτική αλλαγή, αλλά δε δίνει καμία έτοιμη, ξεκάθαρη απάντηση, γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες απαντήσεις να δώσει κανείς. Το The Edukators είναι μια ταινία για τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής μου που ήθελα να είμαι μέρος μιας πολιτικής κίνησης και ποτέ δεν έβρισκα μία που να λειτουργούσε.
(...) Ένα άλλο θέμα της ταινίας είναι η απελευθέρωση από τους φόβους. Είναι σημαντικό να καταφέρουμε να κατευνάσουμε το άγχος μας, να σταματήσουμε να ανησυχούμε για την ασφάλεια και την προστασία μας. Η ελευθερία είναι πιο δυνατή από την ασφάλεια, αλλά και πιο συναρπαστική. Ανταμείβει καλύτερα. Εχω μια περίεργη αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινος. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι νομάδες. Πρέπει να είναι ελεύθεροι. Και σήμερα, πολλοί λίγοι είμαστε.
(...) Σε μια ταινία όπως το The Edukators, όλα εξαρτώνται από τους ηθοποιούς. Η κάμερα πρέπει να τους ακολουθεί, ώστε να μοιάζει ότι αυτοί καθορίζουν τη φόρμα του κάθε πλάνου. Πρέπει να μοιάζουν και να νιώθουν ελεύθεροι να κινηθούν όπως θέλουν. Η θέση της κάμερας δεν μπορεί ποτέ να καθορίσει τι κάνουν. Αυτή η αντίληψη ταιριάζει με τη ροπή της ταινίας προς την ελευθερία, τον αυθορμητισμό και τη χαρά.
(...) Οι νέοι άνθρωποι είναι από τη φύση τους επαναστάτες. Οι περισσότερες επαναστάσεις έγιναν από νέους γιατί εκεί εστιάζεται όλη η ενέργεια. Αγνή ενέργεια. Η κοινωνία χρειάζεται αυτή την ενέργεια για να εξελιχθεί και να ανανεωθεί. Κάποιος πρέπει να αμφισβητεί όσα πρέπει να αμφισβητούνται, ώστε ότι είναι καλό επιβιώνει και ότι είναι λιγότερο καλό αλλάζει. Αλλά πού βρίσκετε τώρα όλη η ενέργεια; Θέλω οι άνθρωποι να βγαίνουν από το The Edukators και να τους πιάνει το επαναστατικό τους. Μην περιφέρεστε απλώς! Επαναστατήστε! Έχει πλάκα.
(δηλώσεις στις σημειώσεις για την παραγωγή της ταινίας και σε συνέντευξη τύπου κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ Καννών 2004)
Σαρόγλου Γιάννης
ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΡΟΒΟΛΗ 28/11
(Το κείμενο εκφράζει προσωπικές απόψεις μέλους της ομάδας)
Άραγε πόσοι εκεί έξω να σκέφτονται μια επανάσταση;
Αυτή τη στιγμή λίγοι. Είναι η ώρα που παίζονται τα σίριαλ…
Σήμερα, μια ματιά γύρω μας, είναι αρκετή για να καταλάβουμε το νόημα της παραπάνω φράσης. Δεν είναι ούτε στο ελάχιστο υπερβολικό να λέμε ότι η τηλεόραση διαμορφώνει συνειδήσεις, εξημερώνει, αποχαυνώνει. Ουσιαστικά μας δείχνει πώς να ζούμε, μας διδάσκει το σωστό και το λάθος, πάντα μέσα στα πλαίσια της μικροαστικής ηθικής. Αποτελεί το καλύτερο όργανο του συστήματος. Υποκουλτούρα, παρακμή, και επιλεκτική ενημέρωση περιλαμβάνονται στο μενού του μαγικού κουτιού σε καθημερινή βάση.
Παρόλα αυτά οι Ευρωπαίοι βλέπουν 4 ώρες την ημέρα τηλεόραση στερώντας έτσι από τον εαυτό τους την ευκαιρία να σκεφτούν, να προβληματιστούν για τη μιζέρια της καθημερινότητάς τους, να αντιδράσουν και να αγωνιστούν για να βελτιώσουν τη ζωή τους.
Οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν απλά ευτυχισμένοι που έχουν την ελευθερία να κάνουν ότι θέλουν, παραβλέποντας βέβαια το γεγονός ότι η μόνη ελευθερία που υπάρχει σήμερα είναι η ελευθερία της αγοράς. Ας μην ξεχνάμε ότι ο καθένας από μας είναι τόσο ελεύθερος όσο του επιτρέπεται από τους συνταγματικούς νόμους, από τον ελεύθερο(;) χρόνο του κι από το εισόδημά του. Στον καπιταλισμό, όσο περισσότερο ελεύθερος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καταπιεσμένος είναι κάποιος άλλος, ακριβώς ότι ισχύει και για τον πλούτο δηλαδή.
Ακόμα όμως και κάποιοι από αυτούς που δείχνουν ότι θέλουν μια επανάσταση και μοιάζουν να το πιστεύουν, πόσο φτιαχτοί και πόσο μέρη του συστήματος είναι. Διότι το σύστημα φρόντισε και γι αυτό. Να γίνει δηλαδή κι η επανάσταση “trendy”, σήμα κατατεθέν της εφηβικής ηλικίας και της ονειροπόλησης που τη χαρακτηρίζει. Σήμερα είναι της μόδας, ειδικά στους φοιτητές, να είσαι επαναστάτης, με μακριά μαλλιά και μούσια, φορώντας το μπλουζάκι του Τσε, μιμητής μιας περασμένης εποχής, στην οποία όλα αυτά είχαν νόημα γιατί ήταν όντως ανατρεπτικά. Σήμερα τα υιοθέτησε το ίδιο το σύστημα και μοιάζουν πια ειρωνικά σύμβολα μιας συμβιβασμένης σε όλα γενιάς.
Καθημερινά πρέπει να παλεύουμε έτσι ώστε να μη συμβιβαζόμαστε μ αυτό που ζούμε. Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να αντισταθεί κάποιος στο ρεύμα της εποχής και να μην ξεγελαστεί με τα καθημερινά μικρολάφυρα του καπιταλισμού. Δεν είναι σίγουρο αν η λύση είναι τελικά μια επανάσταση έτσι όπως αυτή έχει οριστεί. Διότι οι επιθέσεις του συστήματος είναι καθημερινές και βίαιες. Τολμούν κάθε τόσο να αμφισβητούν τα κεκτημένα του λαού και άρα η μάχη είναι αδιάκοπη. Μέρα με την ημέρα πρέπει να δίνονται και δίνονται αγώνες. Μέρα με την ημέρα αλλάζει ο κόσμος. Θα οδηγηθεί στην εξαθλίωση αν αφεθεί στα χέρια των καταπιεστών του λαού. Θα εξελιχθεί σε καλύτερο μόνο αν εμείς τον κάνουμε καλύτερο.
Η ταινία
Ο Hans Weingartner τολμάει να θίξει θέματα που προβληματίζουν άτομα σαν τους ήρωες τις ταινίας και φέρνουν σε αμηχανία τους βολεμένους του σήμερα. Με διάθεση ανατρεπτική, το επιθετικό “The Edukators” επιχειρεί να προβληματίσει, από τον τίτλο ακόμα (Οι Μέρες Της Αφθονίας Σας Είναι Μετρημένες), σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ο Jan και ο Peter είναι δυο νεαροί φίλοι που ζουν στο Βερολίνο. Ο Jan είναι ένας ιδεολόγος και τον διακρίνει η μαχητική του διάθεση να αλλάξει τον κόσμο. Θέλει να κάνει μια επανάσταση αλλά δεν ξέρει από πού να ξεκινήσει. Ο συνομήλικός του, Peter, ασπάζεται τις ιδέες του φίλου του όντας παράλληλα περισσότερο cool . Δεν ανέχονται την εκμετάλλευση και την αδικία που διαπράττεται εις βάρος των πολλών, ώστε να θησαυρίζουν οι λίγοι. Γεμάτοι επαναστατικές ιδέες, προσπαθούν να δείξουν την αντίθεσή τους στην κυριαρχία της πλουτοκρατίας. Οι δυο τους έχουν σκαρφιστεί ένα πρωτότυπο τρόπο για να αντιταχθούν στην καπιταλιστική κοινωνία της σύγχρονης Γερμανίας επιδιώκοντας να αναστατώνουν πλούσιους προειδοποιώντας τους: «Οι μέρες της αφθονίας είναι μετρημένες». Η πρακτική τους κατατάσσεται στον ακτιβισμό και στερείται ωριμότητας και αποτελεσματικότητας. Ποντάρουν στο να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου κι έτσι να βρουν μιμητές για μικρές επαναστάσεις τέτοιου τύπου.
Η φίλη του Peter, Jule, δουλεύει σε bar – restaurant και είναι αναγκασμένη να ανέχεται τις ιδιοτροπίες του αφεντικού αλλά και του κάθε πελάτη, εξαιτίας ενός δυσβάσταχτου χρέους που έχει σε έναν τυπικό εκπρόσωπο της αστική τάξης. Η Jule αγνοεί τις δραστηριότητές των φίλων της , όταν όμως τις ανακαλύψει, θα θελήσει να συμμετάσχει.
Οι τρεις ήρωες θα συναντήσουν τον καταπιεστή της Jule και έτσι αναπάντεχα θα βρεθούν οι τέσσερίς τους να συζητούν για το Μάη του 68’ και για το συμβιβασμό εκείνης της γενιάς. Αυτή η σκηνή αποτελεί την κορυφαία του έργου. Είναι μια συζήτηση που όλοι θέλουμε να κάνουμε με τη γενιά του Πολυτεχνείου. Τη γενιά που αμφισβήτησε, τόλμησε, αγωνίστηκε αλλά αργότερα, σιγά σιγά συμβιβάστηκε, ξέχασε, άλλαξε. Επίσης, Ο Weingartner σ αυτήν τη σκηνή, προσπαθεί να φέρει 'ενώπιως ενωπίω' δύο εκ διαμέτρου αντίθετους κόσμους, αυτούς της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης που εκπροσωπεί ο ευκατάστατος μεσήλικας και της προβληματιζόμενης ευρωπαϊκής νεολαίας που εκπροσωπούν οι 'Εκπαιδευτές'. Μέσα από αυτή την ιδιότυπη αναμέτρηση εκφράζεται στην ουσία ο φόβος για το μέλλον αυτής της γενιάς και η ματαιοδοξία της προηγούμενης.
Το Ευρωπαϊκό σινεμά έχει αποδείξει πως μπορεί και θέλει να καταπιάνεται με θέματα που αφορούν τις κοινωνικές τάσεις, αλλά και πως έχει τη διάθεση να διερευνήσει τις ιδέες και τα ιδανικά της νέας γενιάς, πέρα από τα στενά όρια της σεξουαλικότητάς της. Το “Edukators” καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα επενδύοντας στον έξυπνο διάλογο και όχι τόσο στην πλοκή. Ο σκηνοθέτης τελικά αποφεύγει να εμβαθύνει, μάλλον γιατί όπως φαίνεται ούτε κι ίδιος έχει καταλήξει σε σαφή άποψη για το πώς θα ανατραπεί το παράλογο του σήμερα.
Δηλώσεις του σκηνοθέτη Hans Weingartner
Πολλοί νέοι επιθυμούν μια ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή, ωστόσο υπάρχει έλλειψη νέων πολιτικών προτάσεων. Ζούμε σε μια κοινωνία τόσο ατομιστική που η ιδέα της συλλογικής δράσης είναι αδιανόητη. Η ταινία The Edukators αφηγείται την ιστορία της αντίστασης -μια ιστορία ποιητικής αντίστασης. Υπάρχουν πολλές θεματικές συνιστώσες στην ταινία, όμως αυτή που κυριαρχεί είναι η θεματική της επανάστασης, της εξέγερσης. Για την γενιά μου το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε πως να μεταφράσουμε την επιθυμία μας για επανάσταση σε δράση: δεν γνωρίζουμε πως να αγωνιστούμε ενάντια στο σύστημα. Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία όπου η επανάσταση έχει πωλητήριο.
(...) Στα είκοσί μου, ήμουν σαν τους ήρωες της ταινίας. Ένας θυμωμένος νεαρός, που ήθελε να ουρλιάξει «Επανάσταση!», «Αλλάξτε τον κόσμο!». Δεν παλεύαμε ως θύματα αδικίας, ή για κάποια αλλαγή θεσμού: νιώθαμε ότι όλο το σύστημα ήταν λάθος. Ήταν κακό για τους εκμεταλλευόμενους και κακό για τους εκμεταλλευτές. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν άδικο, αλλά ήταν αποξενωμένο από όλους. Όλοι οι φίλοι μου ένιωθαν το ίδιο αλλά κανείς δε βρήκε κάποια πολιτική ομάδα που να του ταίριαζε ώστε να ενταχθεί. Δε θέλαμε να στρατευτούμε πολιτικά.
(...) Πάντα ενδιαφερόμουν για τον κοινωνικά συνειδητοποιημένο κινηματογράφο. Θαυμάζω τον Μάικλ Μουρ, τον Μάικ Λι και τον Κώστα Γαβρά. Το The Edukators είναι μια ταινία που σκοπό έχει την πολιτική αλλαγή, αλλά δε δίνει καμία έτοιμη, ξεκάθαρη απάντηση, γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες απαντήσεις να δώσει κανείς. Το The Edukators είναι μια ταινία για τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής μου που ήθελα να είμαι μέρος μιας πολιτικής κίνησης και ποτέ δεν έβρισκα μία που να λειτουργούσε.
(...) Ένα άλλο θέμα της ταινίας είναι η απελευθέρωση από τους φόβους. Είναι σημαντικό να καταφέρουμε να κατευνάσουμε το άγχος μας, να σταματήσουμε να ανησυχούμε για την ασφάλεια και την προστασία μας. Η ελευθερία είναι πιο δυνατή από την ασφάλεια, αλλά και πιο συναρπαστική. Ανταμείβει καλύτερα. Εχω μια περίεργη αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινος. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι νομάδες. Πρέπει να είναι ελεύθεροι. Και σήμερα, πολλοί λίγοι είμαστε.
(...) Σε μια ταινία όπως το The Edukators, όλα εξαρτώνται από τους ηθοποιούς. Η κάμερα πρέπει να τους ακολουθεί, ώστε να μοιάζει ότι αυτοί καθορίζουν τη φόρμα του κάθε πλάνου. Πρέπει να μοιάζουν και να νιώθουν ελεύθεροι να κινηθούν όπως θέλουν. Η θέση της κάμερας δεν μπορεί ποτέ να καθορίσει τι κάνουν. Αυτή η αντίληψη ταιριάζει με τη ροπή της ταινίας προς την ελευθερία, τον αυθορμητισμό και τη χαρά.
(...) Οι νέοι άνθρωποι είναι από τη φύση τους επαναστάτες. Οι περισσότερες επαναστάσεις έγιναν από νέους γιατί εκεί εστιάζεται όλη η ενέργεια. Αγνή ενέργεια. Η κοινωνία χρειάζεται αυτή την ενέργεια για να εξελιχθεί και να ανανεωθεί. Κάποιος πρέπει να αμφισβητεί όσα πρέπει να αμφισβητούνται, ώστε ότι είναι καλό επιβιώνει και ότι είναι λιγότερο καλό αλλάζει. Αλλά πού βρίσκετε τώρα όλη η ενέργεια; Θέλω οι άνθρωποι να βγαίνουν από το The Edukators και να τους πιάνει το επαναστατικό τους. Μην περιφέρεστε απλώς! Επαναστατήστε! Έχει πλάκα.
(δηλώσεις στις σημειώσεις για την παραγωγή της ταινίας και σε συνέντευξη τύπου κατά την διάρκεια του Φεστιβάλ Καννών 2004)
Σαρόγλου Γιάννης
Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006
ΠΡΟΒΟΛΗ 14/11
(το κείμενο εκφράζει προσωπικές απόψεις μέλους της ομάδας)
Μια ιστορική αναφορά στους μετανάστες της Γαλλίας
Από κει λοιπόν που είχαμε ακούσει για την ύπαρξη μεταναστών στη Γαλλία, κυρίως από τις απόψεις του αρχηγού του ακροδεξιού κόμματος Λεπέν για απέλασή τους, έφτασε να γίνει πρώτο γεγονός για μήνες, και φτάσαμε κι εμείς με τη σειρά μας να αναρωτιόμαστε πώς σε μια χώρα της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφότητας, σε μια χώρα που ξέσπασε το κίνημα τα Μάη του ’68 και αποτελεί ορόσημο στα ευρωπαϊκά δεδομένα και πρότυπα ξέσπασε αυτή η κρίση. Μάλλον αγνοούσαμε κάποιες λεπτομέρειες. Ή μάλλον, κάποια κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως η αποικιοκρατία των Γάλλων στην Αλγερία, αλλά και σε άλλες χώρες.
(Ιστορικό σημείωμα: Από το 1830 η Αλγερία έγινε τυπικά τμήμα της Γαλλίας και πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα είχαν το ένα εκατομμύριο Ευρωπαίοι έποικοι, που κυβερνούσαν τα οκτώ εκατομμύρια ντόπιων Μουσουλμάνων. Oι πολιτικοί της Γαλλίας μιλούσαν για την "εκπολιτιστική αποστολή" στην Aλγερία. Eνας Γάλλος στρατηγός σε μια αναφορά του το 1834 ενημέρωνε ότι σχεδόν το σύνολο του ντόπιου πληθυσμού ήξερε γραφή και ανάγνωση -σχολεία για αγόρια και κορίτσια υπήρχαν σε κάθε χωριό. Eναν αιώνα αργότερα μόλις το ένα τέταρτο του Mουσουλμανικού πληθυσμού μπορούσε να διαβάσει Aραβικά. Λιγότεροι από έναν στους δέκα μπορούσε να διαβάσει Γαλλικά. O Mουσουλμανικός πληθυσμός ζούσε σε συνθήκες σκληρής φτώχειας. Tο 1939 ο Aλμπέρ Kαμύ, συγγραφέας και μετέπειτα νομπελίστας, έγραφε για την ανατολική Aλγερία "Eίδα παιδιά ντυμένα με κουρέλια να τσακώνονται με τα σκυλιά για τα περιεχόμενα του σκουπιδοντενεκέ". Tο 1941, στη διάρκεια του B' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Tσόρτσιλ και ο Pούζβελτ υπέγραψαν τη Xάρτα του Aτλαντικού. Yποσχέθηκαν "να σέβονται το δικαίωμα όλων των λαών να επιλέξουν τη μορφή της διακυβέρνησης υπό την οποία θα ζουν" -μια υπόσχεση που γέννησε πολλές ελπίδες στην Aλγερία. Tο κίνημα για την ανεξαρτησία της Aλγερίας δρούσε για πολλά χρόνια. H απελευθέρωση της Eυρώπης του έδωσε νέα ώθηση. Aλλά οι γαλλικές αρχές δεν είχαν καμιά διάθεση να το ακούσουν. Eξόρισαν τον Mεσάλι Xατζ ένα βετεράνο ηγέτη του κινήματος. Tη Πρωτομαγιά του 1945 πολλοί ακτιβιστές του κινήματος φυλακίστηκαν. H κυβέρνηση πρόσφερε πολύ περιορισμένες μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τις οποίες μόλις μερικές χιλιάδες Aλγερινοί θα αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα. Oι υπόλοιποι θα εκπροσωπούνταν μέσω ενός εκλογικού συστήματος "στημένου" να ωφελεί τους Eυρωπαίους. "Eίχαμε χορτάσει υποσχέσεις. 1870. 1918.1945. Σήμερα, 8 Mάη, είναι πραγματικά νίκη; Oι Πρόσκοποι βαδίζουν στη κεφαλή, μετά οι μαθητές...Tο πλήθος μεγαλώνει. Tέσσερις-τέσσερις. O κόσμος στα πεζοδρόμια παίρνει λάβαρα...Eνα τραγούδι βγαίνει από το στόμα των παιδιών 'Aπ' τα βουνά μας υψώνεται η φωνή των ελεύθερων ανθρώπων'. Eνας αστυνομικός, κρυμένος στη σκιά μιας πύλης, ανοίγει πυρ στη σημαία", περιγράφει ο τότε 16χρονος μαθητής και μετέπειτα φημισμένος συγγραφέας της Αλγερίας Κατέμπ Γιασέν σε ένα διήγημά του. Το πλήθος εξοργίστηκε όταν ένας αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε ένα παιδί επειδή κρατούσε αλγερινή σημαία. Kάποιοι ήταν οπλισμένοι, πολλοί ήταν άοπλοι -αλλά χρησιμοποίησαν ρόπαλα, μαχαίρια και λοστούς. Oλοι οι Eυρωπαίοι αντιμετωπίζονταν σαν εχθροί -τους σκότωναν και τα πτώματα ακρωτηριάζονταν. O ξεσηκωμός απλώθηκε σε όλη τη περιοχή. Συμμετείχαν περίπου 50.000 άνθρωποι, ένας στους δέκα από τους Mουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής. H βία συνεχίστηκε για τέσσερις-πέντε μέρες, μέχρι την επέμβαση του στρατού. Ξεκίνησαν εκτελέσεις και μαζικές συλλήψεις. Xωριά βομβαρδίστηκαν από αεροπλάνα και μια πόλη χτυπήθηκε από τα κανόνια ενός αντιτορπιλικού. Oι έποικοι συγκρότησαν τα δικά τους αποσπάσματα θανάτου που δολοφόνησαν εκατοντάδες Mουσουλμάνους. Στους Mουσουλμάνους απαγορεύτηκε να ταξιδεύουν εκτός αν φορούσαν ένα λευκό περιβραχιόνιο. Oσοι δε το φορούσαν, πυροβολούνταν επί τόπου. Περίπου 15.000 Mουσουλμάνοι δολοφονήθηκαν -κάποιοι υπολογίζουν 50.000. Aκόμα και ο χαμηλότερος αριθμός να ισχύει οι Eυρωπαίοι σκότωσαν 50 Mουσουλμάνους για κάθε Eυρωπαίο νεκρό. Αργότερα, το 1954 κηρύσσεται πόλεμος ανεξαρτησίας και το 1962, μετά από 8 χρόνια μαχών, η Αλγερία κερδίζει την ανεξαρτησία της.)
Εν τω μεταξύ, λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης των Αλγερινών, ειδικά με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί Αλγερινοί μετανάστευσαν στη Γαλλία, ψάχνοντας δυνατότητες για μια αξιοπρεπή ζωή και έφτασαν το 2000 να είναι 550.000. Από κει δηλαδή που υπήρξε μια (άλλου είδους) μετανάστευση των Γάλλων εποίκων το 19ο αιώνα, τον 20ο αιώνα συνέβη το αντίστροφο και με αντίστροφους οικονομικούς όρους (ο έποικος μεταναστεύει για να γίνει εργοδότης, ενώ ο Αλγερινός για να εργαστεί). Παράλληλα, εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία την ίδια περίοδο 600.000 Πορτογάλοι, 360.000 Μαροκινοί, 165.000 Τυνήσιοι, 160.000 Τούρκοι. Επίσης, υπάρχουν περίπου 360.000 μετανάστες από χώρες της Ασίας και 1,4 εκατομμύρια από τις χώρες της υπό Σαχάρα Αφρικής.
Ο τρόπος αντιμετώπισής τους από το γαλλικό κράτος ήταν και είναι αντικειμενικά ρατσιστικός, τη στιγμή που μεγάλο ποσοστό της 2ης και 3ης γενιάς μεταναστών σήμερα δεν έχει γαλλική υπηκοότητα. Χαρακτηριστικά ένας Αλγερινός μετανάστης σε μια συνέντευξή του σε εφημερίδα λέει πως "Ακόμη και η διοικητική ή αστυνομική κουλτούρα, ακόμη και το σχολείο απέναντι μας διέπεται από μια αποικιοκρατική ρατσιστική κουλτούρα. Τι άλλο είναι όταν μου κάνουν δέκα χιλιάδες φορες την ημερα αστυνομικούς ελέγχους επειδή διαφέρω; Δεν μπορούν να αντικρύσουν κατάματα το αποικιοκρατικο παρελθόν τους και μια κοινωνία που αρνείται να δει το παρελθόν της είναι καταδικασμένη να το ζήσει για δεύτερη φορα".
Το φαινόμενο της μετανάστευσης: ένα κατεξοχήν ταξικό φαινόμενο
Βλέπουμε, λοιπόν, και μπορούμε κάλλιστα να γενικεύσουμε το παράδειγμα της Γαλλίας και σε άλλες χώρες, ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης συνδέεται πλήρως με την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, συσσώρευση του κεφαλαίου, μεγιστοποίηση του κέρδους, καταπίεση χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων, ανεργία, αναζήτηση εργασίας σε άλλη χώρα (οικονομικοί μετανάστες).
Οι οικονομικοί μετανάστες σε μία χώρα, δηλαδή, ανήκουν εξορισμού στην εργατική τάξη και μάλιστα στα κατώτερα στρώματά της. Το εργατικό δυναμικό που αποτελούν, γίνεται άμεσα εκμεταλλεύσιμο από το σύστημα, καθώς είναι το φθηνότερο υπάρχον, αφού δεν είναι αναγκαία τις περισσότερες φορές καμιά νομιμοποίηση της εργασίας τους, δεν έχουν ασφάλιση και όντας κοινωνικά και συνδικαλιστικά, θα μπορούσαμε να πούμε, αποκλεισμένοι, αναγκάζονται να «πουλήσουν» την εργατική τους δύναμη όσο φθηνά ορίσει ο εργοδότης.
Παράλληλα, δημιουργείται το αίσθημα στους «ντόπιους» εργαζόμενους των χαμηλών στρωμάτων ότι οι μετανάστες τους παίρνουν τις δουλειές, και φτάνουν να τους κατηγορούν και να εκφράζονται μέσω ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογιών, προκειμένου να δικαιολογήσουν την αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να προσφέρει εργασία σε όλους. Δεν είναι βέβαια, τυχαίο, ότι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία προωθούνται από τα ιδεολογικά μέσα του συστήματος (τηλεόραση, σχολείο, εκκλησία κλπ), καθώς έτσι εξασφαλίζεται ότι το μένος του καταπιεζόμενου εργαζόμενου λαού δε θα βγει στους εργοδότες του και στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, αλλά σε μια άλλη εξίσου και περισσότερο ακόμη καταπιεζόμενη μάζα, τους μετανάστες. Έχουμε πολύ καλά παραδείγματα κι εδώ στην Ελλάδα, από τα οποία μπορεί να εξάγει κανείς τα ίδια συμπεράσματα.
Τι γίνεται όμως με τα μεσαία στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας; Λέγοντας μεσαία στρώματα, εννοείται το κομμάτι εκείνο του πληθυσμού μιας χώρας που, για τον Α ή Β λόγο, δεν βρίσκεται σε σημείο καταπίεσης και εξαθλίωσης, όπως τα κατώτερα στρώματα, αλλά σε μια εύρωστη οικονομική κατάσταση, που όμως δε συγκρίνεται σε καμία περίπτωση με την πλουσιοπάροχη οικονομική κατάσταση των ανωτάτων στρωμάτων. Είναι λοιπόν μια βαθμίδα της κοινωνίας που βρίσκεται μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, καταπιεστών και καταπιεζόμενων, πλούσιων και φτωχών, και δεν έχει την ανάγκη –ως επί το πλείστον- να εξεγερθεί ενάντια στο σύστημα, αφού έχει λιγότερες υλικές ανάγκες από την κατώτερη οικονομικά βαθμίδα. Εκτός αν λάβουμε άλλου είδους εξεγέρσεις, όπως των χίπις στην Αμερική ή των Γάλλων φοιτητών το Μάη του ’68, που προέρχονταν κυρίως από οικονομικά ευκατάστατες οικογένειες, αλλά ήθελαν κάτι άλλο στην κοινωνία, κυρίως προς μια κατεύθυνση πολιτισμικής κι όχι οικονομικής αλλαγής. Το βέβαιο είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων (π.χ. μικροεπιχειρήσεις, καταστήματα) επωφελείται από την φθηνή εργασία των μεταναστών κι ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο τους, καθώς φθηνότερη εργασία σημαίνει φθηνότερο κόστος προϊόντων και συνεπώς χωρίς αλλαγή της τιμής πώλησης, το κέρδος αυξάνεται. Στο κομμάτι αυτό της κοινωνίας που επωφελείται κατά κάποιο τρόπο από την εργασία των μεταναστών είναι και άνθρωποι που δεν έχουν μέσα παραγωγής αλλά χρησιμοποιούν τους μετανάστες για υπηρέτες στα σπίτια τους, ή ακόμη και άνθρωποι της «διανόησης» και της τέχνης, που χωρίς αναγκαστικά να το καταλαβαίνουν, συμμετέχουν έμμεσα αλλά ενεργά σε ένα άκρως εκμεταλλευτικό σύστημα και το χρησιμοποιούν για να ανέλθουν κοινωνικά.
Εν κατακλείδι, ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων μιας χώρας με εργαζόμενους μετανάστες, επωφελείται είτε άμεσα, είτε έμμεσα, από την εκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης αλλά και της αδυναμίας τους να εργαστούν όπως όλοι οι άλλοι και να ενταχθούν επί ίσοις όροις στην κοινωνία.
Τελικά ποιος κρύβεται;
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας αναγνωρισμένος και καταξιωμένος τηλεπαρουσιαστής πολιτιστικής εκπομπής (παρουσιάσεις βιβλίων κλπ) που έχει μια ουτοπικά καλή και ήσυχη σχέση με τη γυναίκα και το γιο του. Η ησυχία και η ευτυχία αυτή διαταράσσεται, όταν το ζευγάρι λαμβάνει επανειλημμένα βιντεοκασέτες που δείχνουν εικόνες από το σπίτι τους, σαν κάποιος να είναι κρυμμένος και να τους παρακολουθεί. Ο φόβος του πρωταγωνιστή και η αγωνία του για το ποιος μπορεί να το κάνει αυτό, όταν με όλους τα έχει καλά, τον οδηγούν σε μια προσωπική αναζήτηση των όσων έχει κάνει στο παρελθόν και κάπου εκεί τελικά μάλλον βρίσκει τις απαντήσεις του. Κρυμμένος πίσω από αυτοκίνητα, δέντρα και τοίχους ο τρομοκράτης της οικογενειακής γαλήνης. Κρυμμένος από τις κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις μέσα στις οποίες ζει, ο ήρωάς μας, που τελικά φτάνει σε μια απόκρυψη, κυρίως στον εαυτό του κι έπειτα στο κοινωνικό του περιβάλλον, του ίδιου του εαυτού του.
Ο Χάνεκε, μετά το προκλητικό Funny Games, τολμά, κάνει κριτική και τελικά διαλύει το πολύ καλά κατασκευασμένο μοντέλο της οικογενειακής μικροαστικής ευτυχίας, που μας κάνει όλους, σχεδόν, να το κυνηγάμε, αγνοώντας και τελικά ξεχνώντας τις διαδικασίες στις οποίες συμμετείχαμε και τους ανθρώπους που εκμεταλλευτήκαμε για να το φτάσουμε. Σηκώνει τον καθρέφτη σε κάθε πετυχημένο καριερίστα φιλήσυχο πολίτη, για να του δείξει όσα του έχουν κρύψει ή δε θέλησε ποτέ να παραδεχτεί. Σπάει τη βιτρίνα του γαλλικού καθωσπρεπισμού και της ψεύτικης στο βάθος της γαλλικής κουλτούρας και δίνει μια άλλη εικόνα για εκείνα τα παιδιά του Μάη του ’68. Όχι για να ασκήσει κριτική στο καθεστώς της Γαλλίας, αλλά σε κάθε κράτος, που έχει τη σαπίλα ενσωματωμένη μέσα του και προς τα έξω βγάζει μια λουστραρισμένη έκδοσή του. Σε κάθε αστικό κράτος, που διαλύει κάθε έννοια εργασιακών δικαιωμάτων και κεκτημένων, προκειμένου να ισχυροποιηθεί η οικονομία του. Και σε τελική ανάλυση και προέκταση, όταν κάνεις τέτοια κριτική σε στοιχεία που χαρακτηρίζουν σε αηδιαστικό βαθμό το σύστημα, κάνεις και κριτική στο ίδιο το σύστημα που τα δημιουργεί και τα καλλιεργεί. Εκεί βρίσκεται και η ουσία της ταινίας. Βέβαια, μπορεί να μη γίνουν άμεσα παρατηρήσιμα όλα αυτά, κυρίως επειδή ο Χάνεκε επέλεξε να αφηγηθεί μια ιστορία και να αφήσει στο θεατή τα συμπεράσματα. Αλλιώς θα μπορούσε να γυρίσει ένα ντοκυμαντέρ για την εκμετάλλευση των μεταναστών της Γαλλίας. Εκεί είναι όμως και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο ειδών κινηματογραφικής έκφρασης. Από ένα ντοκυμαντέρ, ο θεατής παίρνει πληροφορίες και ειδήσεις προς γνώση. Από μια ταινία με κοινωνική ή πολιτική αναφορά, ο θεατής παίρνει ερεθίσματα και εικόνες που τον πιέζουν να σκεφτεί, να πάρει θέση, να αναπτύξει την κριτική του σκέψη.
ΥΓ: Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία γυρίστηκε ένα χρόνο πριν από την εξέγερση των μεταναστών στη Γαλλία.