(το κείμενο εκφράζει προσωπικές απόψεις μέλους της ομάδας)
Μια ιστορική αναφορά στους μετανάστες της Γαλλίας
Από κει λοιπόν που είχαμε ακούσει για την ύπαρξη μεταναστών στη Γαλλία, κυρίως από τις απόψεις του αρχηγού του ακροδεξιού κόμματος Λεπέν για απέλασή τους, έφτασε να γίνει πρώτο γεγονός για μήνες, και φτάσαμε κι εμείς με τη σειρά μας να αναρωτιόμαστε πώς σε μια χώρα της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφότητας, σε μια χώρα που ξέσπασε το κίνημα τα Μάη του ’68 και αποτελεί ορόσημο στα ευρωπαϊκά δεδομένα και πρότυπα ξέσπασε αυτή η κρίση. Μάλλον αγνοούσαμε κάποιες λεπτομέρειες. Ή μάλλον, κάποια κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως η αποικιοκρατία των Γάλλων στην Αλγερία, αλλά και σε άλλες χώρες.
(Ιστορικό σημείωμα: Από το 1830 η Αλγερία έγινε τυπικά τμήμα της Γαλλίας και πλήρη πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα είχαν το ένα εκατομμύριο Ευρωπαίοι έποικοι, που κυβερνούσαν τα οκτώ εκατομμύρια ντόπιων Μουσουλμάνων. Oι πολιτικοί της Γαλλίας μιλούσαν για την "εκπολιτιστική αποστολή" στην Aλγερία. Eνας Γάλλος στρατηγός σε μια αναφορά του το 1834 ενημέρωνε ότι σχεδόν το σύνολο του ντόπιου πληθυσμού ήξερε γραφή και ανάγνωση -σχολεία για αγόρια και κορίτσια υπήρχαν σε κάθε χωριό. Eναν αιώνα αργότερα μόλις το ένα τέταρτο του Mουσουλμανικού πληθυσμού μπορούσε να διαβάσει Aραβικά. Λιγότεροι από έναν στους δέκα μπορούσε να διαβάσει Γαλλικά. O Mουσουλμανικός πληθυσμός ζούσε σε συνθήκες σκληρής φτώχειας. Tο 1939 ο Aλμπέρ Kαμύ, συγγραφέας και μετέπειτα νομπελίστας, έγραφε για την ανατολική Aλγερία "Eίδα παιδιά ντυμένα με κουρέλια να τσακώνονται με τα σκυλιά για τα περιεχόμενα του σκουπιδοντενεκέ". Tο 1941, στη διάρκεια του B' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Tσόρτσιλ και ο Pούζβελτ υπέγραψαν τη Xάρτα του Aτλαντικού. Yποσχέθηκαν "να σέβονται το δικαίωμα όλων των λαών να επιλέξουν τη μορφή της διακυβέρνησης υπό την οποία θα ζουν" -μια υπόσχεση που γέννησε πολλές ελπίδες στην Aλγερία. Tο κίνημα για την ανεξαρτησία της Aλγερίας δρούσε για πολλά χρόνια. H απελευθέρωση της Eυρώπης του έδωσε νέα ώθηση. Aλλά οι γαλλικές αρχές δεν είχαν καμιά διάθεση να το ακούσουν. Eξόρισαν τον Mεσάλι Xατζ ένα βετεράνο ηγέτη του κινήματος. Tη Πρωτομαγιά του 1945 πολλοί ακτιβιστές του κινήματος φυλακίστηκαν. H κυβέρνηση πρόσφερε πολύ περιορισμένες μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τις οποίες μόλις μερικές χιλιάδες Aλγερινοί θα αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα. Oι υπόλοιποι θα εκπροσωπούνταν μέσω ενός εκλογικού συστήματος "στημένου" να ωφελεί τους Eυρωπαίους. "Eίχαμε χορτάσει υποσχέσεις. 1870. 1918.1945. Σήμερα, 8 Mάη, είναι πραγματικά νίκη; Oι Πρόσκοποι βαδίζουν στη κεφαλή, μετά οι μαθητές...Tο πλήθος μεγαλώνει. Tέσσερις-τέσσερις. O κόσμος στα πεζοδρόμια παίρνει λάβαρα...Eνα τραγούδι βγαίνει από το στόμα των παιδιών 'Aπ' τα βουνά μας υψώνεται η φωνή των ελεύθερων ανθρώπων'. Eνας αστυνομικός, κρυμένος στη σκιά μιας πύλης, ανοίγει πυρ στη σημαία", περιγράφει ο τότε 16χρονος μαθητής και μετέπειτα φημισμένος συγγραφέας της Αλγερίας Κατέμπ Γιασέν σε ένα διήγημά του. Το πλήθος εξοργίστηκε όταν ένας αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε ένα παιδί επειδή κρατούσε αλγερινή σημαία. Kάποιοι ήταν οπλισμένοι, πολλοί ήταν άοπλοι -αλλά χρησιμοποίησαν ρόπαλα, μαχαίρια και λοστούς. Oλοι οι Eυρωπαίοι αντιμετωπίζονταν σαν εχθροί -τους σκότωναν και τα πτώματα ακρωτηριάζονταν. O ξεσηκωμός απλώθηκε σε όλη τη περιοχή. Συμμετείχαν περίπου 50.000 άνθρωποι, ένας στους δέκα από τους Mουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής. H βία συνεχίστηκε για τέσσερις-πέντε μέρες, μέχρι την επέμβαση του στρατού. Ξεκίνησαν εκτελέσεις και μαζικές συλλήψεις. Xωριά βομβαρδίστηκαν από αεροπλάνα και μια πόλη χτυπήθηκε από τα κανόνια ενός αντιτορπιλικού. Oι έποικοι συγκρότησαν τα δικά τους αποσπάσματα θανάτου που δολοφόνησαν εκατοντάδες Mουσουλμάνους. Στους Mουσουλμάνους απαγορεύτηκε να ταξιδεύουν εκτός αν φορούσαν ένα λευκό περιβραχιόνιο. Oσοι δε το φορούσαν, πυροβολούνταν επί τόπου. Περίπου 15.000 Mουσουλμάνοι δολοφονήθηκαν -κάποιοι υπολογίζουν 50.000. Aκόμα και ο χαμηλότερος αριθμός να ισχύει οι Eυρωπαίοι σκότωσαν 50 Mουσουλμάνους για κάθε Eυρωπαίο νεκρό. Αργότερα, το 1954 κηρύσσεται πόλεμος ανεξαρτησίας και το 1962, μετά από 8 χρόνια μαχών, η Αλγερία κερδίζει την ανεξαρτησία της.)
Εν τω μεταξύ, λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης των Αλγερινών, ειδικά με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί Αλγερινοί μετανάστευσαν στη Γαλλία, ψάχνοντας δυνατότητες για μια αξιοπρεπή ζωή και έφτασαν το 2000 να είναι 550.000. Από κει δηλαδή που υπήρξε μια (άλλου είδους) μετανάστευση των Γάλλων εποίκων το 19ο αιώνα, τον 20ο αιώνα συνέβη το αντίστροφο και με αντίστροφους οικονομικούς όρους (ο έποικος μεταναστεύει για να γίνει εργοδότης, ενώ ο Αλγερινός για να εργαστεί). Παράλληλα, εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία την ίδια περίοδο 600.000 Πορτογάλοι, 360.000 Μαροκινοί, 165.000 Τυνήσιοι, 160.000 Τούρκοι. Επίσης, υπάρχουν περίπου 360.000 μετανάστες από χώρες της Ασίας και 1,4 εκατομμύρια από τις χώρες της υπό Σαχάρα Αφρικής.
Ο τρόπος αντιμετώπισής τους από το γαλλικό κράτος ήταν και είναι αντικειμενικά ρατσιστικός, τη στιγμή που μεγάλο ποσοστό της 2ης και 3ης γενιάς μεταναστών σήμερα δεν έχει γαλλική υπηκοότητα. Χαρακτηριστικά ένας Αλγερινός μετανάστης σε μια συνέντευξή του σε εφημερίδα λέει πως "Ακόμη και η διοικητική ή αστυνομική κουλτούρα, ακόμη και το σχολείο απέναντι μας διέπεται από μια αποικιοκρατική ρατσιστική κουλτούρα. Τι άλλο είναι όταν μου κάνουν δέκα χιλιάδες φορες την ημερα αστυνομικούς ελέγχους επειδή διαφέρω; Δεν μπορούν να αντικρύσουν κατάματα το αποικιοκρατικο παρελθόν τους και μια κοινωνία που αρνείται να δει το παρελθόν της είναι καταδικασμένη να το ζήσει για δεύτερη φορα".
Το φαινόμενο της μετανάστευσης: ένα κατεξοχήν ταξικό φαινόμενο
Βλέπουμε, λοιπόν, και μπορούμε κάλλιστα να γενικεύσουμε το παράδειγμα της Γαλλίας και σε άλλες χώρες, ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης συνδέεται πλήρως με την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, συσσώρευση του κεφαλαίου, μεγιστοποίηση του κέρδους, καταπίεση χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων, ανεργία, αναζήτηση εργασίας σε άλλη χώρα (οικονομικοί μετανάστες).
Οι οικονομικοί μετανάστες σε μία χώρα, δηλαδή, ανήκουν εξορισμού στην εργατική τάξη και μάλιστα στα κατώτερα στρώματά της. Το εργατικό δυναμικό που αποτελούν, γίνεται άμεσα εκμεταλλεύσιμο από το σύστημα, καθώς είναι το φθηνότερο υπάρχον, αφού δεν είναι αναγκαία τις περισσότερες φορές καμιά νομιμοποίηση της εργασίας τους, δεν έχουν ασφάλιση και όντας κοινωνικά και συνδικαλιστικά, θα μπορούσαμε να πούμε, αποκλεισμένοι, αναγκάζονται να «πουλήσουν» την εργατική τους δύναμη όσο φθηνά ορίσει ο εργοδότης.
Παράλληλα, δημιουργείται το αίσθημα στους «ντόπιους» εργαζόμενους των χαμηλών στρωμάτων ότι οι μετανάστες τους παίρνουν τις δουλειές, και φτάνουν να τους κατηγορούν και να εκφράζονται μέσω ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογιών, προκειμένου να δικαιολογήσουν την αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να προσφέρει εργασία σε όλους. Δεν είναι βέβαια, τυχαίο, ότι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία προωθούνται από τα ιδεολογικά μέσα του συστήματος (τηλεόραση, σχολείο, εκκλησία κλπ), καθώς έτσι εξασφαλίζεται ότι το μένος του καταπιεζόμενου εργαζόμενου λαού δε θα βγει στους εργοδότες του και στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, αλλά σε μια άλλη εξίσου και περισσότερο ακόμη καταπιεζόμενη μάζα, τους μετανάστες. Έχουμε πολύ καλά παραδείγματα κι εδώ στην Ελλάδα, από τα οποία μπορεί να εξάγει κανείς τα ίδια συμπεράσματα.
Τι γίνεται όμως με τα μεσαία στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας; Λέγοντας μεσαία στρώματα, εννοείται το κομμάτι εκείνο του πληθυσμού μιας χώρας που, για τον Α ή Β λόγο, δεν βρίσκεται σε σημείο καταπίεσης και εξαθλίωσης, όπως τα κατώτερα στρώματα, αλλά σε μια εύρωστη οικονομική κατάσταση, που όμως δε συγκρίνεται σε καμία περίπτωση με την πλουσιοπάροχη οικονομική κατάσταση των ανωτάτων στρωμάτων. Είναι λοιπόν μια βαθμίδα της κοινωνίας που βρίσκεται μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, καταπιεστών και καταπιεζόμενων, πλούσιων και φτωχών, και δεν έχει την ανάγκη –ως επί το πλείστον- να εξεγερθεί ενάντια στο σύστημα, αφού έχει λιγότερες υλικές ανάγκες από την κατώτερη οικονομικά βαθμίδα. Εκτός αν λάβουμε άλλου είδους εξεγέρσεις, όπως των χίπις στην Αμερική ή των Γάλλων φοιτητών το Μάη του ’68, που προέρχονταν κυρίως από οικονομικά ευκατάστατες οικογένειες, αλλά ήθελαν κάτι άλλο στην κοινωνία, κυρίως προς μια κατεύθυνση πολιτισμικής κι όχι οικονομικής αλλαγής. Το βέβαιο είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων (π.χ. μικροεπιχειρήσεις, καταστήματα) επωφελείται από την φθηνή εργασία των μεταναστών κι ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο τους, καθώς φθηνότερη εργασία σημαίνει φθηνότερο κόστος προϊόντων και συνεπώς χωρίς αλλαγή της τιμής πώλησης, το κέρδος αυξάνεται. Στο κομμάτι αυτό της κοινωνίας που επωφελείται κατά κάποιο τρόπο από την εργασία των μεταναστών είναι και άνθρωποι που δεν έχουν μέσα παραγωγής αλλά χρησιμοποιούν τους μετανάστες για υπηρέτες στα σπίτια τους, ή ακόμη και άνθρωποι της «διανόησης» και της τέχνης, που χωρίς αναγκαστικά να το καταλαβαίνουν, συμμετέχουν έμμεσα αλλά ενεργά σε ένα άκρως εκμεταλλευτικό σύστημα και το χρησιμοποιούν για να ανέλθουν κοινωνικά.
Εν κατακλείδι, ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων μιας χώρας με εργαζόμενους μετανάστες, επωφελείται είτε άμεσα, είτε έμμεσα, από την εκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης αλλά και της αδυναμίας τους να εργαστούν όπως όλοι οι άλλοι και να ενταχθούν επί ίσοις όροις στην κοινωνία.
Τελικά ποιος κρύβεται;
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας αναγνωρισμένος και καταξιωμένος τηλεπαρουσιαστής πολιτιστικής εκπομπής (παρουσιάσεις βιβλίων κλπ) που έχει μια ουτοπικά καλή και ήσυχη σχέση με τη γυναίκα και το γιο του. Η ησυχία και η ευτυχία αυτή διαταράσσεται, όταν το ζευγάρι λαμβάνει επανειλημμένα βιντεοκασέτες που δείχνουν εικόνες από το σπίτι τους, σαν κάποιος να είναι κρυμμένος και να τους παρακολουθεί. Ο φόβος του πρωταγωνιστή και η αγωνία του για το ποιος μπορεί να το κάνει αυτό, όταν με όλους τα έχει καλά, τον οδηγούν σε μια προσωπική αναζήτηση των όσων έχει κάνει στο παρελθόν και κάπου εκεί τελικά μάλλον βρίσκει τις απαντήσεις του. Κρυμμένος πίσω από αυτοκίνητα, δέντρα και τοίχους ο τρομοκράτης της οικογενειακής γαλήνης. Κρυμμένος από τις κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις μέσα στις οποίες ζει, ο ήρωάς μας, που τελικά φτάνει σε μια απόκρυψη, κυρίως στον εαυτό του κι έπειτα στο κοινωνικό του περιβάλλον, του ίδιου του εαυτού του.
Ο Χάνεκε, μετά το προκλητικό Funny Games, τολμά, κάνει κριτική και τελικά διαλύει το πολύ καλά κατασκευασμένο μοντέλο της οικογενειακής μικροαστικής ευτυχίας, που μας κάνει όλους, σχεδόν, να το κυνηγάμε, αγνοώντας και τελικά ξεχνώντας τις διαδικασίες στις οποίες συμμετείχαμε και τους ανθρώπους που εκμεταλλευτήκαμε για να το φτάσουμε. Σηκώνει τον καθρέφτη σε κάθε πετυχημένο καριερίστα φιλήσυχο πολίτη, για να του δείξει όσα του έχουν κρύψει ή δε θέλησε ποτέ να παραδεχτεί. Σπάει τη βιτρίνα του γαλλικού καθωσπρεπισμού και της ψεύτικης στο βάθος της γαλλικής κουλτούρας και δίνει μια άλλη εικόνα για εκείνα τα παιδιά του Μάη του ’68. Όχι για να ασκήσει κριτική στο καθεστώς της Γαλλίας, αλλά σε κάθε κράτος, που έχει τη σαπίλα ενσωματωμένη μέσα του και προς τα έξω βγάζει μια λουστραρισμένη έκδοσή του. Σε κάθε αστικό κράτος, που διαλύει κάθε έννοια εργασιακών δικαιωμάτων και κεκτημένων, προκειμένου να ισχυροποιηθεί η οικονομία του. Και σε τελική ανάλυση και προέκταση, όταν κάνεις τέτοια κριτική σε στοιχεία που χαρακτηρίζουν σε αηδιαστικό βαθμό το σύστημα, κάνεις και κριτική στο ίδιο το σύστημα που τα δημιουργεί και τα καλλιεργεί. Εκεί βρίσκεται και η ουσία της ταινίας. Βέβαια, μπορεί να μη γίνουν άμεσα παρατηρήσιμα όλα αυτά, κυρίως επειδή ο Χάνεκε επέλεξε να αφηγηθεί μια ιστορία και να αφήσει στο θεατή τα συμπεράσματα. Αλλιώς θα μπορούσε να γυρίσει ένα ντοκυμαντέρ για την εκμετάλλευση των μεταναστών της Γαλλίας. Εκεί είναι όμως και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο ειδών κινηματογραφικής έκφρασης. Από ένα ντοκυμαντέρ, ο θεατής παίρνει πληροφορίες και ειδήσεις προς γνώση. Από μια ταινία με κοινωνική ή πολιτική αναφορά, ο θεατής παίρνει ερεθίσματα και εικόνες που τον πιέζουν να σκεφτεί, να πάρει θέση, να αναπτύξει την κριτική του σκέψη.
ΥΓ: Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία γυρίστηκε ένα χρόνο πριν από την εξέγερση των μεταναστών στη Γαλλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου